αισυμνώ

αισυμνώ
αἰσυμνῶ (-άω) (Α)
1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ
2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν-, που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα, τότε μπορεί κανείς να παραγάγει τη λ. απευθείας από το αἶσα: αἶσα > αἶσιμος > *αἰσίμων > *αἴσιμνος > αἴσυμνος (σώζεται κύρ. όνομα Αἴσυμνος) με τροπή τού ι σε υ πιθ. κατ’ αναλογική επίδραση τού ακολουθούντος χειλικού συμφώνου. Η υπόθεση για ασιατική προέλευση τής λ. ερμηνεύει ικανοποιητικότερα τη διτυπία τών παραγώγων αἰσυ-ητήρ και Αἰσυ-ήτης στα οποία το -υ- είναι αρχικό, όπως αν δεχθούμε αρχικό τ. αἰσυμν-.
ΠΑΡ. αρχ. αἰσυμνητήρ, αἰσυμνήτης, αἰσυμνητύς, αἰσυητήρ, Αἰσυήτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αισυητήρ — αἰσυητήρ ( ῆρος), ο (Α) (λέξη αντιγράφων της Ιλιάδας, ως επίθ. του κοῡρος) ευτυχής, πλούσιος ή ποιμένας, βοσκός άλλοι διαβάζουν αἰσημνητήρ και ερμηνεύουν ηγεμονικός, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αποτελεί παράγωγο του αἰσυφυῶ,… …   Dictionary of Greek

  • αισυμνήτης — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, όταν κυριεύτηκε η Τροία ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, έλαβε από τα λάφυρα μια λάρνακα που περιείχε άγαλμα του Διονύσου (έργο του Ηφαίστου) την… …   Dictionary of Greek

  • αισυμνητήρ — αἰσυμνητήρ ( ῆρος), ο (Α) [αἰσυμνῶ] κυβερνήτης, ηγεμόνας …   Dictionary of Greek

  • αισυμνητύς — αἰσυμνητύς, η (Α) [αἰσυμνῶ] η αισυμνητεία, το αξίωμα τού αισυμνήτη …   Dictionary of Greek

  • προαισυμνώ — και. προαισιμνῶ και πραισιμνῶ, άω, Α 1. είμαι πρόεδρος συλλόγου αισυμνητών 2. παθ. προαισυμνοῡμαι, έομαι (για πράξεις) γίνομαι από τον πρόεδρο συλλόγου αισυμνητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἰσυμνῶ «κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”