- αισυμνώ
- αἰσυμνῶ (-άω) (Α)1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν-, που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα, τότε μπορεί κανείς να παραγάγει τη λ. απευθείας από το αἶσα: αἶσα > αἶσιμος > *αἰσίμων > *αἴσιμνος > αἴσυμνος (σώζεται κύρ. όνομα Αἴσυμνος) με τροπή τού ι σε υ πιθ. κατ’ αναλογική επίδραση τού ακολουθούντος χειλικού συμφώνου. Η υπόθεση για ασιατική προέλευση τής λ. ερμηνεύει ικανοποιητικότερα τη διτυπία τών παραγώγων αἰσυ-ητήρ και Αἰσυ-ήτης στα οποία το -υ- είναι αρχικό, όπως αν δεχθούμε αρχικό τ. αἰσυμν-.ΠΑΡ. αρχ. αἰσυμνητήρ, αἰσυμνήτης, αἰσυμνητύς, αἰσυητήρ, Αἰσυήτης].
Dictionary of Greek. 2013.